- προήγαγε
- προήγαγε , προάγωlead forwardaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek
Κατσώνης, Λάμπρος — (Λιβαδειά 1752; – Κριμαία 1804). Πολέμαρχος. Η πολεμική δράση του κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους τροφοδότησε τα όνειρα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και συγκαταλέγεται στις σοβαρότερες επανασταστικές ενέργειες που έγιναν… … Dictionary of Greek
Λουζινιάν — (Lusignan). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που στην πλειοψηφία τους διετέλεσαν κόμητες της Μαρς και της Ανγκουλέμ, ενώ ένας κλάδος της αποτέλεσε βασιλική δυναστεία της Κύπρου (1192 1474), κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας του νησιού·… … Dictionary of Greek
Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… … Dictionary of Greek